- ακριβομετρώ
- [ακριβόμετρο]1. μετρώ με ακρίβεια2. υπολογίζω κάτι με πολλή σύνεση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριβόμετρο — το ακριβέστατο όργανο μέτρησης ή ζύγισης πολύ μικρών άντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακριβής + μέτρο. ΠΑΡ. ακριβομετρώ] … Dictionary of Greek